εγκαλύπτα — η γένος βρύων τής τάξης Βρυώδη … Dictionary of Greek
εδβιγία — η γένος βρύων τής τάξης βρυώδη … Dictionary of Greek
θουίδιο — το βοτ. γένος βρυοφύτων που ανήκει στην κλάση φυλλόβρυα, στην τάξη βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thuidium < thuia (πρβλ. τούγια) + idium] … Dictionary of Greek
λευκόβρυο — το βοτ. γένος βρυοφύτων που ανήκει στην τάξη βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucobryum < νεολατ. leucobryum < leuc(o) (< λευκ[ο] *) + bryum (< βρύον)] … Dictionary of Greek
μνίο — το (Α μνίον) γένος βρυοφύτων που ανήκει στην τάξη βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το λιθουαν. miniava «καθαρό μετάξι» και με τον τ. ματέω*] … Dictionary of Greek
πολύτριχος — η, ο / πολύτριχος, ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, τριχος, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων… … Dictionary of Greek
φοντινάλις — η, Ν βοτ. γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων που ανήκει στην τάξη βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. fontinalis < λατ. fontinalis < λατ. fons, fontis «κρήνη, πηγή»] … Dictionary of Greek
φουναρία — η, Ν βοτ. κοσμοπολιτικό γένος βρυοφύτων τής τάξης βρυώδη, που περιλαμβάνει 220 περίπου είδη, τα οποία χαρακτηρίζονται από το σπειροειδώς περιεστραμμένο στέλεχος τής σποριόκαψας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. funaria] … Dictionary of Greek
φυλλογονιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια φυλλόβρυων βρυοφύτων τής τάξης βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllogoniaceae] … Dictionary of Greek